ιππευτική

ιππευτική
η искусство верховой езды, конный спорт

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ιππευτική" в других словарях:

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • ιππευτικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον ιππέα ή την ιππασία: Έχει μεγάλη ιππευτική ικανότητα. 2. το θηλ. ως ουσ., ιππευτική η τέχνη της ιππασίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • ιππασία — Η τέχνη της ίππευσης. Βλ. λ. ιππική. * * * η (Α ἱππασία) [ιππάζομαι] 1. η ιππευτική τέχνη, το να ιππεύει κανείς 2. έφιππη πορεία (α. «πήγαμε πέντε ώρες ιππασία» β. «ἱππασίαν ποιεῑσθαι», Ξεν.) νεοελλ. μια θέση τού σώματος στην ενόργανη γυμναστική… …   Dictionary of Greek

  • ιππευτικός — ή, ό [ιππευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιππέα («ιππευτικοί αγώνες») 2. το θηλ. ως ουσ. η ιππευτική η τέχνη τής ιππασίας …   Dictionary of Greek

  • ιππικός — ή, ό (ΑΜ ἱππικός, ή, όν) [ίππος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ίππο (α. «ιππικές γνώσεις» β. «ιππικά οχήματα», Σοφ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιππέα (α. «ιππικές ασκήσεις» β. «ἱππικὸς δρόμος», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το ιππικό(ν) …   Dictionary of Greek

  • τσίρκο — Θέαμα που συνίσταται βασικά σε επιδείξεις ακροβατών και γυμνασμένων ζώων, οι οποίες γίνονται σε ειδικά οικοδομήματα, μόνιμα ή προσωρινά, με μια κυκλική πίστα στο κέντρο. Μολονότι το όνομά του θυμίζει τα ρωμαϊκά θεάματα του circus (η λέξη… …   Dictionary of Greek

  • Αγλαβίτου, Αναστασία Φεοντόροβνα — (1778 – 1841).Ελληνορωσίδα ποιήτρια. Στα ποιήματά της, γραμμένα στα ρωσικά, κυριαρχεί η μοναξιά και η μελαγχολία. Η Α. είναι κυρίως γνωστή για τη συγγένειά της με την επίσης Ελληνορωσίδα –αδελφή ή νύφη της– Μαρίτσα Φεοντόροβνα Α., διάσημη για την …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»